- μικάδο(ς)
- ο(λ. ιαπων.), ο αυτοκράτορας της Ιαπωνίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σογκούν — Τίτλος στην Ιαπωνία, ο οποίος αρχικά σήμαινε τον αρχιστράτηγο. Αργότερα απονεμόταν στους αξιωματούχους που ασκούσαν την κρατική κυριαρχία μαζί με τον μικάδο. Έγινε κληρονομικός από το 1186, με διάταγμα του αυτοκράτορα Γιοριτόμο. Το 1868… … Dictionary of Greek
Γιαμάτο — Παλαιότερη ονομασία της νότιας χερσονήσου του νησιού Χονσού, του μεγαλύτερου της Ιαπωνίας. Στη χερσόνησο αυτή συγκροτήθηκε γύρω στον 7o αι. π.Χ. η πρωταρχική ηγεμονική τάξη που ανέδειξε τον πρώτο μικάδο της Ιαπωνίας, Τζίμου Τένο, ο οποίος… … Dictionary of Greek